αμαριαίος

αμαριαίος
ἀμαριαῖος, -α, -ον (Α) [ἀμάρα]
αυτός (το νερό) που κυλά μέσα από την αμάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”